- ὤνθρωπος
- ἄνθρωπος , ἄνθρωποςmanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώνθρωπος — Α κράση αντί ὁ ἄνθρωπος … Dictionary of Greek
ὥνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… … Dictionary of Greek